Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἀχρηματέω
ἀχρηματία
ἀχρημάτιστος
ἀχρήματος
ἀχρημονέω
ἀχρημοσύνη
ἀχρήμων
ἀχρησία
ἀχρήσιμος
View word page
ἀχρειόω
render useless, disable, damage

ShortDef

render useless, disable, damage

Debugging

Headword:
ἀχρειόω
Headword (normalized):
ἀχρειόω
Headword (normalized/stripped):
αχρειοω
IDX:
16306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16307
Key:

Data

{'content': 'render useless, disable, damage'}