Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἀχρηματέω
ἀχρηματία
ἀχρημάτιστος
ἀχρήματος
ἀχρημονέω
View word page
ἀχρειόγελως
untimely-laughing

ShortDef

untimely-laughing

Debugging

Headword:
ἀχρειόγελως
Headword (normalized):
ἀχρειόγελως
Headword (normalized/stripped):
αχρειογελως
IDX:
16302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16303
Key:

Data

{'content': 'untimely-laughing'}