Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἀχρηματέω
ἀχρηματία
View word page
ἄχραντος
undefiled, immaculate

ShortDef

undefiled, immaculate

Debugging

Headword:
ἄχραντος
Headword (normalized):
ἄχραντος
Headword (normalized/stripped):
αχραντος
IDX:
16299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16300
Key:

Data

{'content': 'undefiled, immaculate'}