Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβροτονίτης
ἀβρότονον
ἄβροτος
ἀβροχέω
ἀβροχία
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἅβρυνα
ἁβρυντής
ἁβρύνω
ἅβρωμα
ἄβρωμος
Ἄβρων
ἀβρώς
ἀβρωσία
ἄβρωτος
Ἀβυδηνός
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἀβύρσευτος
View word page
ἅβρωμα
a woman’s garment
ShortDef
a woman’s garment
Debugging
Headword:
ἅβρωμα
Headword (normalized):
ἅβρωμα
Headword (normalized/stripped):
αβρωμα
IDX:
162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-163
Key:
Data
{'content': 'a woman’s garment'}