Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειότης
ἀχρειόω
ἀχρεοκόπητος
ἀχρηματέω
View word page
ἀχραής
pure
ShortDef
pure
Debugging
Headword:
ἀχραής
Headword (normalized):
ἀχραής
Headword (normalized/stripped):
αχραης
IDX:
16298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16299
Key:
Data
{'content': 'pure'}