Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχνώδης
ἄχολος
ἄχονδρος
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
ἀχρειότης
View word page
ἄχος
pain, distress

ShortDef

pain, distress

Debugging

Headword:
ἄχος
Headword (normalized):
ἄχος
Headword (normalized/stripped):
αχος
IDX:
16295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16296
Key:

Data

{'content': 'pain, distress'}