Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄχνοος
ἀχνώδης
ἄχολος
ἄχονδρος
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
ἀχρεῖος
View word page
ἆχος
> ἦχος

ShortDef

> ἦχος

Debugging

Headword:
ἆχος
Headword (normalized):
ἆχος
Headword (normalized/stripped):
αχος
IDX:
16294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16295
Key:

Data

{'content': '> ἦχος'}