Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄχνη
ἄχνοος
ἀχνώδης
ἄχολος
ἄχονδρος
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
ἀχρειόγελως
ἀχρειοποιός
View word page
ἀχόρταστος
unfed, starving
ShortDef
unfed, starving
Debugging
Headword:
ἀχόρταστος
Headword (normalized):
ἀχόρταστος
Headword (normalized/stripped):
αχορταστος
IDX:
16293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16294
Key:
Data
{'content': 'unfed, starving'}