Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχλυώδης
ἀχνάζω
ἄχνη
ἄχνοος
ἀχνώδης
ἄχολος
ἄχονδρος
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
ἀχραής
ἄχραντος
ἀχράς
ἀχρεία
View word page
ἀχορήγητος
without supplies

ShortDef

without supplies

Debugging

Headword:
ἀχορήγητος
Headword (normalized):
ἀχορήγητος
Headword (normalized/stripped):
αχορηγητος
IDX:
16291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16292
Key:

Data

{'content': 'without supplies'}