Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀχλυόω
ἀχλύς
ἄχλυσις
ἀχλύω
ἀχλυώδης
ἀχνάζω
ἄχνη
ἄχνοος
ἀχνώδης
ἄχολος
ἄχονδρος
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
Ἀχραδούσιος
View word page
ἄχονδρος
without cartilage
ShortDef
without cartilage
Debugging
Headword:
ἄχονδρος
Headword (normalized):
ἄχονδρος
Headword (normalized/stripped):
αχονδρος
IDX:
16287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16288
Key:
Data
{'content': 'without cartilage'}