Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχλυόπεζα
ἀχλυόω
ἀχλύς
ἄχλυσις
ἀχλύω
ἀχλυώδης
ἀχνάζω
ἄχνη
ἄχνοος
ἀχνώδης
ἄχολος
ἄχονδρος
ἄχορδος
ἀχόρευτος
ἀχορηγησία
ἀχορήγητος
ἄχορος
ἀχόρταστος
ἆχος
ἄχος
ἀχράδινος
View word page
ἄχολος
allaying bile

ShortDef

allaying bile

Debugging

Headword:
ἄχολος
Headword (normalized):
ἄχολος
Headword (normalized/stripped):
αχολος
IDX:
16286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16287
Key:

Data

{'content': 'allaying bile'}