Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχθοφορέω
ἀχθοφορία
ἀχθοφόρος
ἀχίαστος
Ἀχιλεύς
Ἀχίλλειος
Ἀχιλλεύς
ἄχιλος
ἄχιμος
ἀχιόνιστος
Ἀχιτόφελος
ἀχίτων
ἀχλαινία
ἄχλαινος
ἄχλοος
ἀχλυόεις
ἀχλυόπεζα
ἀχλυόω
ἀχλύς
ἄχλυσις
ἀχλύω
View word page
Ἀχιτόφελος
Ahithophel

ShortDef

Ahithophel

Debugging

Headword:
Ἀχιτόφελος
Headword (normalized):
ἀχιτόφελος
Headword (normalized/stripped):
αχιτοφελος
IDX:
16270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16271
Key:

Data

{'content': 'Ahithophel'}