Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχθηρός
ἀχθίζω
ἄχθομαι
ἄχθος
ἀχθοφορέω
ἀχθοφορία
ἀχθοφόρος
ἀχίαστος
Ἀχιλεύς
Ἀχίλλειος
Ἀχιλλεύς
ἄχιλος
ἄχιμος
ἀχιόνιστος
Ἀχιτόφελος
ἀχίτων
ἀχλαινία
ἄχλαινος
ἄχλοος
ἀχλυόεις
ἀχλυόπεζα
View word page
Ἀχιλλεύς
Achilles

ShortDef

Achilles

Debugging

Headword:
Ἀχιλλεύς
Headword (normalized):
ἀχιλλεύς
Headword (normalized/stripped):
αχιλλευς
IDX:
16266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16267
Key:

Data

{'content': 'Achilles'}