Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀχθήεις
ἀχθήμων
ἀχθηρός
ἀχθίζω
ἄχθομαι
ἄχθος
ἀχθοφορέω
ἀχθοφορία
ἀχθοφόρος
ἀχίαστος
Ἀχιλεύς
Ἀχίλλειος
Ἀχιλλεύς
ἄχιλος
ἄχιμος
ἀχιόνιστος
Ἀχιτόφελος
ἀχίτων
ἀχλαινία
ἄχλαινος
ἄχλοος
View word page
Ἀχιλεύς
Achilles
ShortDef
Achilles
Debugging
Headword:
Ἀχιλεύς
Headword (normalized):
ἀχιλεύς
Headword (normalized/stripped):
αχιλευς
IDX:
16264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16265
Key:
Data
{'content': 'Achilles'}