Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχέω2
ἄχηλος
ἀχήλωτος
ἀχήν
ἀχηνία
ἀχθεινός
ἀχθέω
ἀχθηδών
ἀχθήεις
ἀχθήμων
ἀχθηρός
ἀχθίζω
ἄχθομαι
ἄχθος
ἀχθοφορέω
ἀχθοφορία
ἀχθοφόρος
ἀχίαστος
Ἀχιλεύς
Ἀχίλλειος
Ἀχιλλεύς
View word page
ἀχθηρός
grievous

ShortDef

grievous

Debugging

Headword:
ἀχθηρός
Headword (normalized):
ἀχθηρός
Headword (normalized/stripped):
αχθηρος
IDX:
16256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16257
Key:

Data

{'content': 'grievous'}