Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀχερδούσιος
Ἀχερόντειος
Ἀχερόντιος
Ἀχερουσιάς
ἀχερωΐς
Ἀχέρων
ἀχεύω
ἀχέω
ἀχέω2
ἄχηλος
ἀχήλωτος
ἀχήν
ἀχηνία
ἀχθεινός
ἀχθέω
ἀχθηδών
ἀχθήεις
ἀχθήμων
ἀχθηρός
ἀχθίζω
ἄχθομαι
View word page
ἀχήλωτος
not barbed

ShortDef

not barbed

Debugging

Headword:
ἀχήλωτος
Headword (normalized):
ἀχήλωτος
Headword (normalized/stripped):
αχηλωτος
IDX:
16248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16249
Key:

Data

{'content': 'not barbed'}