Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀχειρία
ἀχειρίδωτος
ἀχειροποίητος
ἄχειρος
ἀχειροτόνητος
ἀχείρωτος
Ἀχελωΐδες
Ἀχελώϊος
Ἀχελῷος
ἄχερδος
Ἀχερδούσιος
Ἀχερόντειος
Ἀχερόντιος
Ἀχερουσιάς
ἀχερωΐς
Ἀχέρων
ἀχεύω
ἀχέω
ἀχέω2
ἄχηλος
ἀχήλωτος
View word page
Ἀχερδούσιος
inhabitant of the deme Ἀχερδοῦς
ShortDef
inhabitant of the deme Ἀχερδοῦς
Debugging
Headword:
Ἀχερδούσιος
Headword (normalized):
ἀχερδούσιος
Headword (normalized/stripped):
αχερδουσιος
IDX:
16238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16239
Key:
Data
{'content': 'inhabitant of the deme Ἀχερδοῦς'}