Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχειράπτητος
ἀχειρής
ἀχειρία
ἀχειρίδωτος
ἀχειροποίητος
ἄχειρος
ἀχειροτόνητος
ἀχείρωτος
Ἀχελωΐδες
Ἀχελώϊος
Ἀχελῷος
ἄχερδος
Ἀχερδούσιος
Ἀχερόντειος
Ἀχερόντιος
Ἀχερουσιάς
ἀχερωΐς
Ἀχέρων
ἀχεύω
ἀχέω
ἀχέω2
View word page
Ἀχελῷος
Achelous

ShortDef

Achelous

Debugging

Headword:
Ἀχελῷος
Headword (normalized):
ἀχελῷος
Headword (normalized/stripped):
αχελωος
IDX:
16236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16237
Key:

Data

{'content': 'Achelous'}