Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀθαλάσσωτος
ἀθαλής
ἀθαλπής
Ἀθαμαντιάδας
Ἀθαμαντίς
ἀθαμβής
ἀθάμβητος
ἀθαμβία
ἄθαμβος
Ἀθαναία
ἀθανασία
ἀθανατίζω
ἀθανατισμός
ἀθάνατος
ἀθανατόω
ἀθανής
ἄθαπτος
ἀθάρη
ἀθαρής
ἀθαρσής
ἀθαρώδης
View word page
ἀθανασία
immortality
ShortDef
immortality
Debugging
Headword:
ἀθανασία
Headword (normalized):
ἀθανασία
Headword (normalized/stripped):
αθανασια
IDX:
1622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1623
Key:
Data
{'content': 'immortality'}