Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχαρνώς
ἀχάσμητος
ἀχάτης
ἄχει
ἀχείμαντος
ἄχειρ
ἀχειραγώγητος
ἀχειράπτητος
ἀχειρής
ἀχειρία
ἀχειρίδωτος
ἀχειροποίητος
ἄχειρος
ἀχειροτόνητος
View word page
ἄχει
reed-grass
ShortDef
reed-grass
Debugging
Headword:
ἄχει
Headword (normalized):
ἄχει
Headword (normalized/stripped):
αχει
IDX:
16222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16223
Key:
Data
{'content': 'reed-grass'}