Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαριότης
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχαρνώς
ἀχάσμητος
ἀχάτης
ἄχει
ἀχείμαντος
ἄχειρ
ἀχειραγώγητος
ἀχειράπτητος
ἀχειρής
ἀχειρία
View word page
Ἀχαρνικός
belonging to or of Acharnae

ShortDef

belonging to or of Acharnae

Debugging

Headword:
Ἀχαρνικός
Headword (normalized):
ἀχαρνικός
Headword (normalized/stripped):
αχαρνικος
IDX:
16218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16219
Key:

Data

{'content': 'belonging to or of Acharnae'}