Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀχαλκής
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαριότης
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχαρνώς
ἀχάσμητος
ἀχάτης
ἄχει
View word page
ἀχαριστέω
to be thankless, shew ingratitude
ShortDef
to be thankless, shew ingratitude
Debugging
Headword:
ἀχαριστέω
Headword (normalized):
ἀχαριστέω
Headword (normalized/stripped):
αχαριστεω
IDX:
16212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16213
Key:
Data
{'content': 'to be thankless, shew ingratitude'}