Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἀχαλκής
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαριότης
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχαρνώς
ἀχάσμητος
View word page
ἀχαριότης
awkwardness, stupidity

ShortDef

awkwardness, stupidity

Debugging

Headword:
ἀχαριότης
Headword (normalized):
ἀχαριότης
Headword (normalized/stripped):
αχαριοτης
IDX:
16210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16211
Key:

Data

{'content': 'awkwardness, stupidity'}