Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἀχαλκής
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαριότης
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
ἀχάριτος
Ἀχαρναί
Ἀχαρνεύς
Ἀχαρνικός
ἀχαρνώς
View word page
ἀχαράκωτος
not palisaded

ShortDef

not palisaded

Debugging

Headword:
ἀχαράκωτος
Headword (normalized):
ἀχαράκωτος
Headword (normalized/stripped):
αχαρακωτος
IDX:
16209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16210
Key:

Data

{'content': 'not palisaded'}