Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀχαιός
Ἀχαϊστί
ἀχαλέπως
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἀχαλκής
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαριότης
ἄχαρις
ἀχαριστέω
ἀχαριστία
ἀχάριστος
View word page
ἀχάλκωτος
not brasened; without money

ShortDef

not brasened; without money

Debugging

Headword:
ἀχάλκωτος
Headword (normalized):
ἀχάλκωτος
Headword (normalized/stripped):
αχαλκωτος
IDX:
16204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16205
Key:

Data

{'content': 'not brasened; without money'}