Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀχαΐνη2
ἀχαΐνης
Ἀχαιοί
Ἀχαιός
Ἀχαϊστί
ἀχαλέπως
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἀχαλκής
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
ἀχάρακτος
ἀχαράκωτος
ἀχαριότης
ἄχαρις
View word page
ἀχαλκέω
to be penniless

ShortDef

to be penniless

Debugging

Headword:
ἀχαλκέω
Headword (normalized):
ἀχαλκέω
Headword (normalized/stripped):
αχαλκεω
IDX:
16201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16202
Key:

Data

{'content': 'to be penniless'}