Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀχαϊκός
Ἀχαιμενίδης
Ἀχαιμενίς
ἀχαίνη
ἀχαΐνη2
ἀχαΐνης
Ἀχαιοί
Ἀχαιός
Ἀχαϊστί
ἀχαλέπως
ἀχάλινος
ἀχαλίνωτος
ἀχάλκεος
ἀχάλκευτος
ἀχαλκέω
ἀχαλκής
ἄχαλκος
ἀχάλκωτος
ἀχάνεια
ἀχάνη
ἀχανής
View word page
ἀχάλινος
unbridled
ShortDef
unbridled
Debugging
Headword:
ἀχάλινος
Headword (normalized):
ἀχάλινος
Headword (normalized/stripped):
αχαλινος
IDX:
16197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16198
Key:
Data
{'content': 'unbridled'}