Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄφως
ἀφώτιστος
ἀχάεις
ἀχαιά
Ἀχαΐα
Ἀχαία
ἀχαίας
Ἀχαιϊάς
Ἀχαιικός
Ἀχαιΐς
Ἀχαϊκός
Ἀχαιμενίδης
Ἀχαιμενίς
ἀχαίνη
ἀχαΐνη2
ἀχαΐνης
Ἀχαιοί
Ἀχαιός
Ἀχαϊστί
ἀχαλέπως
ἀχάλινος
View word page
Ἀχαϊκός
of Achaea
ShortDef
of Achaea
Debugging
Headword:
Ἀχαϊκός
Headword (normalized):
ἀχαϊκός
Headword (normalized/stripped):
αχαικος
IDX:
16187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16188
Key:
Data
{'content': 'of Achaea'}