Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄφωνος
ἀφώρατος
ἀφωρισμένως
ἄφως
ἀφώτιστος
ἀχάεις
ἀχαιά
Ἀχαΐα
Ἀχαία
ἀχαίας
Ἀχαιϊάς
Ἀχαιικός
Ἀχαιΐς
Ἀχαϊκός
Ἀχαιμενίδης
Ἀχαιμενίς
ἀχαίνη
ἀχαΐνη2
ἀχαΐνης
Ἀχαιοί
Ἀχαιός
View word page
Ἀχαιϊάς
Achaean woman
ShortDef
Achaean woman
Debugging
Headword:
Ἀχαιϊάς
Headword (normalized):
ἀχαιϊάς
Headword (normalized/stripped):
αχαιιας
IDX:
16184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16185
Key:
Data
{'content': 'Achaean woman'}