Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφύω
ἀφυώδης
ἄφωκτος
ἀφωνέω
ἀφώνητος
ἀφωνία
ἄφωνος
ἀφώρατος
ἀφωρισμένως
ἄφως
ἀφώτιστος
ἀχάεις
ἀχαιά
Ἀχαΐα
Ἀχαία
ἀχαίας
Ἀχαιϊάς
Ἀχαιικός
Ἀχαιΐς
Ἀχαϊκός
Ἀχαιμενίδης
View word page
ἀφώτιστος
dark, obscure

ShortDef

dark, obscure

Debugging

Headword:
ἀφώτιστος
Headword (normalized):
ἀφώτιστος
Headword (normalized/stripped):
αφωτιστος
IDX:
16178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16179
Key:

Data

{'content': 'dark, obscure'}