Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφυσιόλογος
ἀφυσμός
ἄφυσος
ἀφύσσω
ἀφυστερέω
ἀφύτευτος
ἀφύω
ἀφυώδης
ἄφωκτος
ἀφωνέω
ἀφώνητος
ἀφωνία
ἄφωνος
ἀφώρατος
ἀφωρισμένως
ἄφως
ἀφώτιστος
ἀχάεις
ἀχαιά
Ἀχαΐα
Ἀχαία
View word page
ἀφώνητος
voiceless, speechless

ShortDef

voiceless, speechless

Debugging

Headword:
ἀφώνητος
Headword (normalized):
ἀφώνητος
Headword (normalized/stripped):
αφωνητος
IDX:
16172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16173
Key:

Data

{'content': 'voiceless, speechless'}