Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄφυρτος
ἀφυσγετός
ἀφύσητος
ἀφύσικος
ἀφυσιολόγητος
ἀφυσιόλογος
ἀφυσμός
ἄφυσος
ἀφύσσω
ἀφυστερέω
ἀφύτευτος
ἀφύω
ἀφυώδης
ἄφωκτος
ἀφωνέω
ἀφώνητος
ἀφωνία
ἄφωνος
ἀφώρατος
ἀφωρισμένως
ἄφως
View word page
ἀφύτευτος
not planted
ShortDef
not planted
Debugging
Headword:
ἀφύτευτος
Headword (normalized):
ἀφύτευτος
Headword (normalized/stripped):
αφυτευτος
IDX:
16167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16168
Key:
Data
{'content': 'not planted'}