Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφυής
ἀφυΐα
ἄφυκος
ἄφυκτος
ἀφυλακτέω
ἀφυλακτέω2
ἀφυλακτηρίαστος
ἀφύλακτος
ἀφυλαξία
ἀφυλίζω
ἀφύλισμα
ἀφυλισμός
ἀφυλλάκανθος
ἀφυλλάνθης
ἄφυλλος
ἀφύλλωτος
ἄφυλος
ἀφύξιμος
ἄφυξις
ἀφυπνίζω
ἀφυπνισμός
View word page
ἀφύλισμα
whey

ShortDef

whey

Debugging

Headword:
ἀφύλισμα
Headword (normalized):
ἀφύλισμα
Headword (normalized/stripped):
αφυλισμα
IDX:
16144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16145
Key:

Data

{'content': 'whey'}