Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀήτη
ἀήτης
ἀητόρρους
ἄητος
ἄητος2
ἄηχος
ἀθαλάμευτος
ἀθαλασσία
ἀθάλασσος
ἀθαλάσσωτος
ἀθαλής
ἀθαλπής
Ἀθαμαντιάδας
Ἀθαμαντίς
ἀθαμβής
ἀθάμβητος
ἀθαμβία
ἄθαμβος
Ἀθαναία
ἀθανασία
ἀθανατίζω
View word page
ἀθαλής
not verdant, withered

ShortDef

not verdant, withered

Debugging

Headword:
ἀθαλής
Headword (normalized):
ἀθαλής
Headword (normalized/stripped):
αθαλης
IDX:
1613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1614
Key:

Data

{'content': 'not verdant, withered'}