Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφρός
ἀφροσιβόμβαξ
ἀφρόσκορδον
ἀφροσύνα
ἀφροσύνη
ἀφροτόκος
ἀφρουρέω
ἀφρούρητος
ἄφρουρος
ἀφροφυής
ἄφρυκτος
ἀφρώδης
ἄφρων
ἀφυβρίζω
ἀφυγής
ἀφυγιάζω
ἀφυγιασμός
ἀφυγραίνω
ἀφυδραίνω
ἄφυδρος
ἄφυζα
View word page
ἄφρυκτος
unroasted

ShortDef

unroasted

Debugging

Headword:
ἄφρυκτος
Headword (normalized):
ἄφρυκτος
Headword (normalized/stripped):
αφρυκτος
IDX:
16122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16123
Key:

Data

{'content': 'unroasted'}