Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφροντιστία
ἀφρόντιστος
ἀφρόομαι
ἀφρός
ἀφροσιβόμβαξ
ἀφρόσκορδον
ἀφροσύνα
ἀφροσύνη
ἀφροτόκος
ἀφρουρέω
ἀφρούρητος
ἄφρουρος
ἀφροφυής
ἄφρυκτος
ἀφρώδης
ἄφρων
ἀφυβρίζω
ἀφυγής
ἀφυγιάζω
ἀφυγιασμός
ἀφυγραίνω
View word page
ἀφρούρητος
unguarded

ShortDef

unguarded

Debugging

Headword:
ἀφρούρητος
Headword (normalized):
ἀφρούρητος
Headword (normalized/stripped):
αφρουρητος
IDX:
16119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16120
Key:

Data

{'content': 'unguarded'}