Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφρονικός
ἀφρόνιτρον
ἄφροντις
ἀφροντιστέω
ἀφροντιστητέον
ἀφροντιστί
ἀφροντιστία
ἀφρόντιστος
ἀφρόομαι
ἀφρός
ἀφροσιβόμβαξ
ἀφρόσκορδον
ἀφροσύνα
ἀφροσύνη
ἀφροτόκος
ἀφρουρέω
ἀφρούρητος
ἄφρουρος
ἀφροφυής
ἄφρυκτος
ἀφρώδης
View word page
ἀφροσιβόμβαξ
puffing, bustling fellow

ShortDef

puffing, bustling fellow

Debugging

Headword:
ἀφροσιβόμβαξ
Headword (normalized):
ἀφροσιβόμβαξ
Headword (normalized/stripped):
αφροσιβομβαξ
IDX:
16113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16114
Key:

Data

{'content': 'puffing, bustling fellow'}