Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδίτα
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόνευσις
ἀφρονέω
ἀφρονίζω
ἀφρονικός
ἀφρόνιτρον
ἄφροντις
ἀφροντιστέω
ἀφροντιστητέον
ἀφροντιστί
ἀφροντιστία
ἀφρόντιστος
View word page
ἀφρόνευσις
playing the fool

ShortDef

playing the fool

Debugging

Headword:
ἀφρόνευσις
Headword (normalized):
ἀφρόνευσις
Headword (normalized/stripped):
αφρονευσις
IDX:
16100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16101
Key:

Data

{'content': 'playing the fool'}