Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδίτα
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόνευσις
ἀφρονέω
ἀφρονίζω
ἀφρονικός
ἀφρόνιτρον
ἄφροντις
ἀφροντιστέω
ἀφροντιστητέον
ἀφροντιστί
ἀφροντιστία
View word page
ἀφρόκομος
foam-haired

ShortDef

foam-haired

Debugging

Headword:
ἀφρόκομος
Headword (normalized):
ἀφρόκομος
Headword (normalized/stripped):
αφροκομος
IDX:
16099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16100
Key:

Data

{'content': 'foam-haired'}