Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφρογενής
ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδίτα
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόνευσις
ἀφρονέω
ἀφρονίζω
ἀφρονικός
ἀφρόνιτρον
ἄφροντις
ἀφροντιστέω
ἀφροντιστητέον
ἀφροντιστί
View word page
Ἀφροδίτη
Aphrodite

ShortDef

Aphrodite

Debugging

Headword:
Ἀφροδίτη
Headword (normalized):
ἀφροδίτη
Headword (normalized/stripped):
αφροδιτη
IDX:
16098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16099
Key:

Data

{'content': 'Aphrodite'}