Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφρογένεια
ἀφρογενής
ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδίτα
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόνευσις
ἀφρονέω
ἀφρονίζω
ἀφρονικός
ἀφρόνιτρον
ἄφροντις
ἀφροντιστέω
ἀφροντιστητέον
View word page
Ἀφροδιτάριον
eyesalve

ShortDef

eyesalve

Debugging

Headword:
Ἀφροδιτάριον
Headword (normalized):
ἀφροδιτάριον
Headword (normalized/stripped):
αφροδιταριον
IDX:
16097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16098
Key:

Data

{'content': 'eyesalve'}