Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφρόγαλα
ἀφρογένεια
ἀφρογενής
ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδίτα
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόνευσις
ἀφρονέω
ἀφρονίζω
ἀφρονικός
ἀφρόνιτρον
ἄφροντις
ἀφροντιστέω
View word page
Ἀφροδίτα
love
ShortDef
love
Debugging
Headword:
Ἀφροδίτα
Headword (normalized):
ἀφροδίτα
Headword (normalized/stripped):
αφροδιτα
IDX:
16096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16097
Key:
Data
{'content': 'love'}