Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφριστής
ἀφρόγαλα
ἀφρογένεια
ἀφρογενής
ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδίτα
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόνευσις
ἀφρονέω
ἀφρονίζω
ἀφρονικός
ἀφρόνιτρον
ἄφροντις
View word page
Ἀφροδίσιος
belonging to Aphrodite

ShortDef

belonging to Aphrodite

Debugging

Headword:
Ἀφροδίσιος
Headword (normalized):
ἀφροδίσιος
Headword (normalized/stripped):
αφροδισιος
IDX:
16095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16096
Key:

Data

{'content': 'belonging to Aphrodite'}