Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφριόεις
ἀφρισμός
ἀφριστής
ἀφρόγαλα
ἀφρογένεια
ἀφρογενής
ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδίτα
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόνευσις
ἀφρονέω
ἀφρονίζω
ἀφρονικός
View word page
Ἀφροδισιαστικός
lecherous, salacious

ShortDef

lecherous, salacious

Debugging

Headword:
Ἀφροδισιαστικός
Headword (normalized):
ἀφροδισιαστικός
Headword (normalized/stripped):
αφροδισιαστικος
IDX:
16093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16094
Key:

Data

{'content': 'lecherous, salacious'}