Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφρήτωρ
ἀφρίζω
ἀφρικτί
ἀφριόεις
ἀφρισμός
ἀφριστής
ἀφρόγαλα
ἀφρογένεια
ἀφρογενής
ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
Ἀφροδισιαστής
Ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον
Ἀφροδίσιος
Ἀφροδίτα
Ἀφροδιτάριον
Ἀφροδίτη
ἀφρόκομος
ἀφρόνευσις
View word page
Ἀφροδισιακός
sexual
ShortDef
sexual
Debugging
Headword:
Ἀφροδισιακός
Headword (normalized):
ἀφροδισιακός
Headword (normalized/stripped):
αφροδισιακος
IDX:
16090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16091
Key:
Data
{'content': 'sexual'}