Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφράδμων
ἀφραίνω
ἄφρακτος
Ἀφράνιος
ἄφραστος
ἀφρᾶτον
ἀφρέω
ἀφρηλόγος
ἀφρηστής
ἀφρήτωρ
ἀφρίζω
ἀφρικτί
ἀφριόεις
ἀφρισμός
ἀφριστής
ἀφρόγαλα
ἀφρογένεια
ἀφρογενής
ἀφροδισιάζω
Ἀφροδισιακός
ἀφροδισιασμός
View word page
ἀφρίζω
to foam
ShortDef
to foam
Debugging
Headword:
ἀφρίζω
Headword (normalized):
ἀφρίζω
Headword (normalized/stripped):
αφριζω
IDX:
16081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16082
Key:
Data
{'content': 'to foam'}