Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἄφορτος
ἀφόρυκτος
ἀφόσιος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωμα
ἀφοσίωσις
ἀφουλωτικός
ἄφρα
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδία
ἀφραδίη
ἀφράδμων
ἀφραίνω
ἄφρακτος
View word page
ἀφοσίωμα
act of purification, expiation
ShortDef
act of purification, expiation
Debugging
Headword:
ἀφοσίωμα
Headword (normalized):
ἀφοσίωμα
Headword (normalized/stripped):
αφοσιωμα
IDX:
16063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16064
Key:
Data
{'content': 'act of purification, expiation'}