Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἄφορτος
ἀφόρυκτος
ἀφόσιος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωμα
ἀφοσίωσις
ἀφουλωτικός
ἄφρα
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδία
ἀφραδίη
ἀφράδμων
ἀφραίνω
View word page
ἀφοσιόω
to purify from guilt

ShortDef

to purify from guilt

Debugging

Headword:
ἀφοσιόω
Headword (normalized):
ἀφοσιόω
Headword (normalized/stripped):
αφοσιοω
IDX:
16062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16063
Key:

Data

{'content': 'to purify from guilt'}