Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφορμάομαι
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἄφορτος
ἀφόρυκτος
ἀφόσιος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωμα
ἀφοσίωσις
ἀφουλωτικός
ἄφρα
ἀφραδέω
ἀφραδής
ἀφραδία
View word page
ἄφορτος
easily

ShortDef

easily

Debugging

Headword:
ἄφορτος
Headword (normalized):
ἄφορτος
Headword (normalized/stripped):
αφορτος
IDX:
16059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16060
Key:

Data

{'content': 'easily'}