Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀφόρισμα
ἀφορισμός
ἀφοριστέον
ἀφοριστέος
ἀφοριστικός
ἀφορμάομαι
ἀφορμάω
ἀφορμή
ἀφορμητικός
ἀφορμίζομαι
ἀφόρμικτος
ἄφορμος
ἀφορολογησία
ἀφορολόγητος
ἄφορος
ἄφορτος
ἀφόρυκτος
ἀφόσιος
ἀφοσιόω
ἀφοσίωμα
ἀφοσίωσις
View word page
ἀφόρμικτος
without the lyre

ShortDef

without the lyre

Debugging

Headword:
ἀφόρμικτος
Headword (normalized):
ἀφόρμικτος
Headword (normalized/stripped):
αφορμικτος
IDX:
16054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-16055
Key:

Data

{'content': 'without the lyre'}